- παρατόξευσις
- ἡ, ΜΑμσν.τόξευση βέλους μακριά από τον στόχο, αστοχία στην τόξευσηαρχ.1. εκτόξευση προς τα πλάγια2. μτφ. ρίψη λοξών, πλάγιων βλεμμάτων, πονηρό λοξοκοίταγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + τοξεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρατόξευσις — a casting side glances fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)